μεσοβλεφάριος

μεσοβλεφάριος
-α, -ο
1. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στα βλέφαρα
2. φρ. ιατρ. «μεσοβλεφάρια σχισμή» — εγκάρσια σχισμή η οποία διαχωρίζει τα ελεύθερα χείλη τών βλεφάρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σχισμή — η, ΝΜΑ, και σκισμή Ν [σχίζω] επίμηκες άνοιγμα μικρού πλάτους, ρωγμή (α. «σχισμή εδάφους» β. «εἰς τὰς σχισμὰς τῶν πετρῶν», ΠΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) κάθε άνοιγμα που προκαλείται από σχίσιμο 2. ανατ. σχηματισμός που μοιάζει με αυλάκι στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”